- βόσκομαι
- βόσκομαι, βοσκήθηκα, βοσκημένος βλ. πίν. 151
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
βόσκομαι — βόσκω feed fut ind mid 1st sg (doric) βόσκω feed pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… … Dictionary of Greek
αμφιβόσκομαι — ἀμφιβόσκομαι (Α) βόσκω γύρω, τρώγω από παντού «ἐχίδνης ἰός ἀμφιβόσκεται» (Λουκιανός). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + βόσκομαι] … Dictionary of Greek
βοτέομαι — (Α) [βοτόν] βόσκομαι … Dictionary of Greek
ποιμαίνω — ΝΜΑ 1. (για ποιμένα) οδηγώ ποίμνια στη βοσκή, βόσκω κοπάδια 2. (για τον θεό ή για πνευματικούς ηγέτες και θρησκευτικούς αρχηγούς) καθοδηγώ, χειραγωγώ («ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῡ Θεοῡ», ΚΔ) 3. μτφ. κατευθύνω, διευθύνω, διοικώ… … Dictionary of Greek
προβατεύω — Α [προβατεύς] 1. διατηρώ, εκτρέφω πρόβατα 2. βόσκω πρόβατα, είμαι ποιμένας προβάτων 3. παθ. προβατεύομαι βόσκομαι, τρώγομαι από πρόβατα … Dictionary of Greek
βοσκιέμαι — βοσκιέμαι, βοσκήθηκα, βοσκημένος βλ. πίν. 59 και πρβλ. βόσκομαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ՃԱՐԱԿԵՄ — (եցի.) NBH 2 0174 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 11c, 12c ն. ՃԱՐԱԿԵՄ ՃԱՐԱԿԻՄ. νέμω, νέμομαι, βόσκω , βόσκομαι, ποιμαίνω pasco, pascor ἑσθίω edo, vescor. Դարմանել ճարակօք, եւ ճարակիլ. արածել. եւ արածիլ. ուտել. ռմկ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)